εκλυτικός

εκλυτικός
ἐκλυτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκλυτικός — calculated to weaken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικόν — ἐκλυτικός calculated to weaken masc acc sg ἐκλυτικός calculated to weaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικοῦ — ἐκλυτικός calculated to weaken masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικωτάτη — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικῆς — ἐκλυτικός calculated to weaken fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτική — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικήν — ἐκλυτικός calculated to weaken fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”